Ἀνήριστος

Ἀνήριστος
Ἀνήριστος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ανήριστος — (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης που κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο έλαβε μέρος σε πρεσβεία των Πελοποννησίων προς τον Πέρση βασιλιά, για να ζητηθεί βοήθεια εναντίον των Αθηναίων. Τα μέλη της πρεσβείας αυτής συνελήφθησαν στη Θράκη, πριν φτάσουν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀνηρίστου — Ἀνήριστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνήριστον — Ἀνήριστος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”